Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Η καθημερινή ζωή κατά την περίοδο της βασιλείας του Όθωνα

Η Αθήνα, η νέα πρωτεύουσα, άρχισε να παρουσιάζει κάποια κοσμική ζωή, συναναστροφές, συναντήσεις σε καφενεία ή ζαχαροπλαστεία κ.λπ.



Καφενείο της εποχής του Όθωνα.

Στο Παλάτι γίνονταν χοροεσπερίδες, ευρωπαϊκή συνήθεια, όπου εκτός από τις γνωστές στολές των φουστανελοφόρων και τις παραδοσιακές των γυναικών, που άρεσαν ιδιαίτερα στη βασίλισσα Αμαλία, έβλεπε κανείς πλέον και "φράγκικα" ρούχα (ευρωπαϊκά).


Η Αμαλία με τη φορεσιά που καθιερώθηκε ως εθνική και πήρε το όνομά της

Αυτή την εποχή έχουμε και τα πρώτα νεοκλασικά κτίρια, σχεδιασμένα από σπουδαίους
Ευρωπαίους αρχιτέκτονες. Κάποια από αυτά θαυμάζονται έως τις μέρες μας.


Τα Παλαιά ανάκτορα, που από το 1843 αποτελούσε την κατοικία του βασιλικού ζευγαριού, μετατράπηκε από το 1946 ως έδρα της Βουλής των Ελλήνων

Η πρώτη οικία του Όθωνα(1834), πριν εγκατασταθεί με την Αμαλία στο παλάτι. Σήμερα φιλοξενεί το μουσείο Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας

Το 1837, ιδρύθηκε το πρώτο πανεπιστήμιο, όπου στεγάστηκε στην οικεία του Σ. Κλεάνθη(σπουδαίου αρχιτέκτονα).Σήμερα στεγάζει το Μουσείο Πανεπιστημίου (δεξιά)
Το Νοέμβριο του 1841 το ίδρυμα μεταστεγάσθηκε στο κεντρικό κτίριο του Πανεπιστημίου Αθηνών, ένα κτίριο σχεδιασμένο από το Δανό αρχιτέκτονα Κ. Χάνσεν. Από το 1911 ονομάστηκε Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο


Από τις πρώτες φωτογραφίες του τριώροφου ξενοδοχείου "Μεγάλη Βρετανία", κοντά στην πλατεία Συντάγματος
Η Εθνική Τράπεζα, στο κτίριο που στεγάστηκε το 1845 και όπως διαμορφώθηκε το 1899
το κτίριο σήμερα

χρυσό εικοσάδραχμο του 1833, του βασιλιά Όθωνα

                                   


ΒΑ άποψη του κέντρου της Αθήνας στα 1860. Διακρίνεται η πλατεία Συντάγματος με τα ανάκτορα, το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας και στο βάθος ο Λυκαβηττός

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Η φορεσιά της βασίλισσας Αμαλίας

Η ενδυματολόγος Ιωάννα Παπαντωνίου στο βιβλίο της «Η Ελληνική Ενδυμασία - Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα», γράφει:
Η βασίλισσα Αμαλία δημιούργησε τη λεγόμενη «στολή Αμαλίας». Έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει ενδυματολογικά τον «παραξενοντυμένο» λαό της. Δημιούργησε, λοιπόν, ένα ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως «Αμα­λία» και έγινε η εθνική γυναικεία φορεσιά.
Είναι ένα φόρεμα σε στιλ Biedermeier, με μπούστο καβαδιού και από πάνω το νησιώτικο ζιπούνι, βασιλικά κεντημένο. Στο κεφάλι οι παντρεμένες φορούσαν το πατροπαράδοτο φέσι με το παπάζι, που το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ οι ανύπαντρες φορούσαν το καλπάκι.Τη φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελευθέρα Βαλκάνια, ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα, μέχρι και το Βελιγράδι.
Είναι, νομίζω, κατανοητό ότι οι διάφορες «αμαλιοποιημένες» φορεσιές ήταν πολλές φορές μια απλή τροποποίηση ενδυμάτων που ήδη υπήρχαν, κυρίως συνόλων με φουστάνι. Είναι χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις της μανιάτικης φορεσιάς και της κυπριακής αστικής ενδυμασίας. 

Η Αμαλία με Ελληνική φορεσιά που καθιερώθηκε με το όνομά της «στολή Αμαλίας». Κλασσικός πίνακας του γερμανού ζωγράφου Ernst Wilhelm Rietschel (1824-1860), φιλοτεχνήθηκε στην Αθήνα μεταξύ του 1853- 1854, στα βάθος διακρίνεται η Ακρόπολη.

Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Το φουστάνι ή καβάδι είναι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη, και έχει μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Το κοντογούνι είναι βελούδινο, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκέντητο και πάρα πολύ εφαρμοστό.
Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέ­σι, που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα και στολισμένη με μαργαριτάρια ή πούλιες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στον λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ’ όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.
Στα πεδινά, τα βουνίσια και τα παραθαλάσσια χωριά εξακολουθούσαν να κυριαρχούν οι τοπικές φορεσιές, που αυτή την εποχή φαίνεται να αποκρυσταλλώνονται, λίγο πριν αρχίσουν να καταργούνται με τη δεύτερη, πιο δυναμική εισβολή της Δυτικής μόδας. Τη μόδα αυτή την καθιέρωσε η βασίλισσα Όλγα (1867-1913) με σύμμαχο την ελληνική βιομηχανική επανάσταση, που στην περίπτωση του ενδύματος επισημαίνεται με τη ραπτομηχανή, τα φιγουρίνια και τις καλλιγραφίες, αλλά κυρίως με τις σχολές κοπτικής και ραπτικής στα τέλη του 19ου αιώνα.

H άφιξη του Όθωνα στο Ναύπλιο, η αντιβασιλεία και η καταδίκη σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ : ο ήρωας - ζητιάνος


nikitaras1

Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος (1784-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) ένα μικρό χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας. Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης. Ήταν ανηψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Υπέγραφε και με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης και μ΄ αυτό αναφέρεται σε μερικά δημοτικά τραγούδια. 

Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ρωσόφιλων. Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε τον Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας! Όταν αποφυλακίστηκε ήταν σχεδόν τυφλός. Έζησε λίγα ακόμη χρόνια με μια μηδαμινή (άλλες πηγές αναφέρουν καμία) σύνταξη και πέθανε το 1849 στον Πειραιά. Ήταν μάλιστα τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή, η οποία χορηγούσε πόστα, είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα-επαίτη μια θέση κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλθη από την κυβέρνηση του στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του. „Τι κάνετε στρατηγέ μου;“ ρώτησε ο ξένος. „Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα“ απάντησε υπερήφανα ο ήρωας. „Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;“ επέμενε ο ξένος. „Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος“ απήντησε περήφανα ο Νικηταράς. Ο ξένος κατάλαβε και, διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:“ Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!!!“ Στις 25(ή 27) του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων, πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος. Αυτή ήταν η ελληνική υπερηφάνεια που έκανε την Ελλάδα ελεύθερη.

Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2014

Η δολοφονία του Ι. Καποδίστρια

Αναπαραστάσεις της δολοφονίας του Κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια
(Ναύπλιο, 27 Σεπτεμβρίου 1831)








Jean - Gabriel Eynard (1775-1863)

Γαλλοελβετός τραπεζίτης, θερμός φιλέλληνας και πρωτοπόρος φωτογράφος. Ο Ιωάννης - Γαβριήλ Εϋνάρδος (Jean-Gabriel Eynard) γεννήθηκε στη Λυών της Γαλλίας στις 28 Δεκεμβρίου 1775. Η οικογένειά του, ήδη, από 1686, είχε γίνει δεκτή στους αριστοκρατικούς κύκλους της Γενεύης.
Ο Εϋνάρδος δημιούργησε σεβαστή περιουσία από τραπεζικές εργασίες στην Ιταλία. Το 1810 επιστρέφει στη Γενεύη και χτίζει ένα μέγαρο, όπου σήμερα στεγάζεται το Δημαρχείο της πόλης. Τον ίδιο χρόνο γνωρίζεται με τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος κατορθώνει να του εμφυσήσει την αγάπη για το δοκιμαζόμενο έθνος των Ελλήνων.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, ο Εϋνάρδος συγκεντρώνει χρήματα για την αγορά πολεμοφοδίων και μέσω των υψηλών γνωριμιών του προσπαθεί να επηρεάσει σημαντικές προσωπικότητες της Ευρώπης για το δίκαιο των ελληνικών θέσεων.
Μετά την Απελευθέρωση λειτουργεί ως άτυπος οικονομικός σύμβουλος του πρώτου Κυβερνήτη και φίλου του Ιωάννη Καποδίστρια. Τον πείθει να δώσει έμφαση στην ανάπτυξη της υπαίθρου, με την παροχή δωρεάν κεφαλαίων, αλλά και καλλιεργητικών δανείων στους αγρότες.
Όμως, οι τοκογλύφοι, που συγκέντρωναν τα χρηματικά κεφάλαια, δάνειζαν με τόκο ως και 50%. Ηταν, λοιπόν, αναγκαία η ίδρυση ενός τραπεζικού οργανισμού, που θα εκλογίκευε την Πίστη. Το 1828 και με κεφάλαια του Εϋνάρδου, τα οποία διαχειριζόταν ο έμπιστος συνεργάτης του Γεώργιος Σταύρου, ιδρύεται η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, που επέζησε μόλις 6 χρόνια.
Διάδοχο σχήμα της υπήρξε η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, που λειτούργησε το 1842 και σήμερα είναι η μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας. Ο Εϋνάρδος υπήρξε από τους εμπνευστές της δημιουργίας της και ανακηρύχθηκε επίτιμος πρόεδρός της.
Οι υπηρεσίες του προς τη χώρα μας συνεχίστηκαν το 1847, όταν αντιμετώπισε με σθένος τις υπερβολικές απαιτήσεις των άγγλων τραπεζιτών για το δάνειο του 1832 προς την Ελλάδα. Πλήρωσε ο ίδιος μισό εκατομμύριο χρυσά φράγκα για να τους ικανοποιήσει.
Πέθανε στις 5 Φεβρουαρίου 1863 στη Γενεύη. Προς τιμήν του, η Εθνική Τράπεζα έχει ονομάσει «Μέγαρο Εϋνάρδου» το κτίριο που στεγάζει το Μορφωτικό της Ίδρυμα (ΜΙΕΤ), στη συμβολή των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Μενάνδρου, στο κέντρο της Αθήνας. Το όνομά του έχει επίσης δοθεί σε δρόμο του Δήμου Αθηναίων.